ευπρόσβλητος

ευπρόσβλητος
-η, -ο
1. αυτός τον οποίο εύκολα κάποιος μπορεί να προσβάλλει, ο τρωτός, ο ευάλωτος
2. αυτός που έχει ασθενική κράση, ο ασθενικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + προσ-βλητός (< προσ-βάλλω)
Η λ. μαρτυρείται από το 1888 στον Σπυρ. Τρικούπη].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ευπρόσβλητος — η, ο αυτός που δεν έχει αντοχή, που προσβάλλεται εύκολα από ασθένεια ή επίθεση: Οι θέσεις του εχθρού είναι ευπρόσβλητες …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • επίμαχος — Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Ε. ο μάρτυς. Ασκητής, ο οποίος μαρτύρησε στην Αλεξάνδρεια. Η μνήμη του τιμάται στις 31 Οκτωβρίου. 2. Ε. ο μάρτυς. Μαρτύρησε με ξίφος. Η μνήμη του τιμάται στις 6 Ιουλίου. * * * η, ο (AM ἐπίμαχος, ον)… …   Dictionary of Greek

  • επίσαθρος — ἐπίσαθρος, ον (AM) [σαθρός] εύθραυστος, ευπρόσβλητος, ασθενής …   Dictionary of Greek

  • ευ — (I) εὖ, επικ. τ. ἐΰ (Α) επίρρ. 1. καλά, ορθά, σωστά, όπως πρέπει (α. «εὖ καὶ ἐπισταμένως» καλά και έμπειρα, Ομ. Ιλ. «εὖ γὰρ σαφῶς τόδ ἴστε», Αισχύλ.) 2. κατ ευχήν, ευτυχής («ἐΰ οἴκαδ ἱκέσθαι» Ομ. Ιλ.) 3. (και με την ηθική έννοια) ευνοϊκά, φιλικά …   Dictionary of Greek

  • ευάλωτος — η, ο (Α εὐάλωτος, ον) 1. αυτός που κυριεύεται ή συλλαμβάνεται εύκολα («ευάλωτο φρούριο») 2. αυτός που γίνεται εύκολα υποχείριος άλλου, αυτός που έχει αδύνατο χαρακτήρα, ο ενδοτικός, ο υποχωρητικός («ευάλωτος δικαστής») 3. ιατρ. αυτός που… …   Dictionary of Greek

  • ευεπίβατος — εὐεπίβατος, ον (Α) 1. αυτός τον οποίο μπορεί να ανεβεί κάποιος με ευχέρεια («εὐεπίβατος λόφος», Στράβ.) 2. ο ευπρόσβλητος («ὅ, τι ἂν ἀσθενὲς ἴδωσι τῆς ψυχῆς καὶ... εὐεπίβατον», Λουκιαν.) 3. αυτός τον οποίο μπορεί κάποιος να διασχίσει, να διαβεί… …   Dictionary of Greek

  • ευεπίδρομος — εὐεπίδρομος, ον (Α) 1. αυτός που υπόκειται εύκολα σε επιδρομή, ο ευπρόσβλητος («ὡς μὴ εὐεπίδρομον εἶναι ταῑς παρακειμέναις χαράδραις», Γρηγ. Νύσσ.) 2. ευάλωτος («φιλοσοφία εὐεπίδρομος σοφισταῑς»). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + επί δρομος (< επι δραμείν)] …   Dictionary of Greek

  • ευεπίθετος — εὐεπίθετος, ον (Α) αυτός εναντίον τού οποίου μπορεί κάποιος να επιτεθεί με ευκολία, ο ευπρόσβλητος («εὐεπίθετος ἡμῑν εἴη», Θουκ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + επί θετος (επι τίθημι)] …   Dictionary of Greek

  • ευεπιβούλευτος — εὐεπιβούλευτος, ον (Α) αυτός που υπόκειται εύκολα σε επιβουλή, ο ευπρόσβλητος (α. «μὴ συμβῇ τὴν χώραν εὐεπιβούλευτον γενέσθαι», Στράβ. β. «πένητα εὐεπιβούλευτον», Μ. Βασ). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + *επι βουλευτός (< επι βουλεύω), πρβλ. αν επι… …   Dictionary of Greek

  • ευεπιχείρητος — εὐεπιχείρητος, ον (Α) 1. αυτός τον οποίο εύκολα μπορεί κάποιος να προσβάλει, ο ευπρόσβλητος («τοῡ δὲ τῆς πόλεως ἐδάφους εὐεπιχειρήτου», Στράβ.) 2. αυτός που μπορεί να αποδειχθεί με επιχειρήματα («εὐεπιχείρητον πρόβλημα», Αριστοτ.) 3. αυτός που… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”